-
1 σύγκριση
[-ις (-εως)] η сравнение, сличение; сопоставление;δεν χωρεί σύγκριση — или οϋτε σύγκριση — вне всякого сравнения, не может быть никакого сравнения, это несравнимо
-
2 σύγκριση
[сингриси] ουσ. Θ. сравнение, сличение, сопоставление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύγκριση
-
3 σύγκριση
[сингриси] ουσ θ сравнение, сличение, сопоставление. -
4 σύγκριση
comparaison -
5 σύγκριση
1) porównanie (n) rzecz.2) zestawienie (n) rzecz. -
6 σύγκριση
přirovnání -
7 σύγκριση
comparisonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύγκριση
-
8 karşılaştırılma
σύγκριση, αντιπαραβολή -
9 kıyaslama
σύγκριση, παραβολή -
10 mukayese
σύγκριση, παραβολή -
11 ölçüşme
σύγκριση, ανταγωνισμός -
12 comparaison
σύγκριση -
13 přirovnání
σύγκριση -
14 porównanie
σύγκριση -
15 сравнение
сравнение с η σύγκριση; η παραβολή (сопоставление) ◇ по \сравнениею с... σχετικά με..., σε σύγκριση με...* * *сη σύγκριση; η παραβολή ( сопоставление)••по сравне́нию с... — σχετικά με..., σε σύγκριση με…
-
16 сравнение
сравнени||ес1. ἡ σύγκριση [-ις], ἡ παραβολή:по \сравнениею σέ σύγκριση, ἐν συγκρίσει· не выдерживать \сравнениея δέν μπορεί νά γίνει σύγκριση, δέν παραβάλλεται· вне всякого \сравнениея δέν παραβάλλεται, δέν συγκρίνεται· 2.:степени \сравнениея грам. οἱ παραθετικοί βαθμοί. -
17 сравнение
-я ουδ.σύγκριση, (αντι)παραβολή, (αντ ι)παράθεση, παραλληλισμός.εκφρ.в -и с.., по -го с... – σε σύγκριση με...• ни идёт (ни) в (какое) сравнение δε συγκρίνεται καθόλου•не податся никакому -ю; -я нет ή не не может быть – δε μπορεί να γίνει καμιά σύγκριση. -
18 сравнительно
сравнительно 1) συγκριτικά, σε σύγκριση με, σχετικά με 2) (относительно ) σχετικά* * *1) συγκριτικά, σε σύγκριση με, σχετικά με2) ( относительно) σχετικά -
19 против
противпредлог с род. п.1. (напротив) ἀπέναντι, ἀντίκρυ:остановиться \против дома σταματώ ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι·2. (навстречу) ἐνάντια, κόντρα:\против течения ἐνάντια στό ρεδμα, ἀναπόταμα· плыть \против ветра πλέω κόντρα στον ἄνεμο·3. (вопреки, вразрез) κατά, παρά, ἐναντίον:\против всякого ожида́ния ἐντελ!ώς ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν \против совести παρά τήν συνείδησιν \против воли παρά τή θέληση· выступать \против διαφωνώ, ἀντιλέγω, κατακρίνὠ быть \против εἶμαι ἀντίθετος, εἶμαι κατά, διαφωνώ· иметь что-л, \против ἔχω ἀντίρρηση· я ничего не имею \против δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση· за и \против ὑπέρ καί κατά·4. (по сравнению) σέ σύγκριση μέ, σχετι-κά [-ῶς]:вдвое больше \против прошлого года διπλάσιο σέ σύγκριση μέ τό περσινό· ◊ средство \против ревматизма φάρμακο γιά τους ρευματισμούς· три \против одного τρεις μέ ἐναν. -
20 противопоставление
1. (сравнение, сопоставление) η σύγκριση, η αντιπαράθεση, η αντιπαραβολή 2. (выставление против кого-, чего-л.) η αντίταξη, η αντίθεση, η αντιπαράταξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противопоставление
См. также в других словарях:
σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… … Dictionary of Greek
σύγκριση — η παραβολή: Η σύγκριση των δύο πολιτικών προγραμμάτων έδειξε τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek